- μεγαλοπρεπέστερος
- μεγαλοπρεπήςbefitting a great manmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
великолѣпѣи — (2*) сравн. степ. к великолѣпыи. Великолепнейший, роскошнейший: цр҃кве же н҃бо великолѣпѣишеѥ. торжьство же анг҃лъ ликосто˫аньѥ. i та ѥдина вель˫а. (μεγαλοπρεπέστερος) ГБ XIV, 135б; Се иеѳфаѥвы жертвы твердѣи. и великолѣпѣе. ненужного бо творѩше… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Κύθηρα — I Νησί (278 τ. χλμ., 3.354 κάτ.) στη συμβολή του Ιονίου, του Μυρτώου και του Κρητικού πελάγους. Βρίσκεται απέναντι από τον Λακωνικό κόλπο, ΝΔ του ακρωτηρίου Μαλέας. Υπάγεται διοικητικά στη νομαρχία Πειραιώς του νομού Αττικής. Το σύνολο των… … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱՎԱՅԵԼՉԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0240 Chronological Sequence: 5c ա. μεγαλοπρεπέστερος, μεγαλοπρεπέστατος magnificentior, ius, magnificentissimus. որ եւ ՄԵԾՎԱՅԵԼՉԱԳՈՅՆ. Առաւել կամ յոյժ մեծավայելուչ. *Ոչինչ ոչ երբէք որ քան զնա իմասցի պայծառագոյն եւ կամ մեծավայելչագոյն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)